- ἀνταρκτικῶν
- ἀνταρκτικόςantarcticfem gen plἀνταρκτικόςantarcticmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Κροζέ — (Crozet). Αρχιπέλαγος (περ. 505 τ. χλμ.) του Ινδικού ωκεανού, σε νότιο πλάτος 46° 30’ και ανατολικό μήκος 51°, το οποίο περιλαμβάνεται στα Υπερπόντια Γαλλικά Εδάφη των Νότιων και Ανταρκτικών Χωρών. Αποτελείται από περίπου είκοσι ορεινές… … Dictionary of Greek